- αυτοχειρίας
- suicide
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
αὐτοχειρίας — αὐτοχειρίᾱς , αὐτοχείριος fem acc pl αὐτοχειρίᾱς , αὐτοχείριος fem gen sg (attic doric aeolic) αὐτοχειρίᾱς , αὐτοχειρία murder perpetrated by one s own hand fem acc pl αὐτοχειρίᾱς , αὐτοχειρία murder perpetrated by one s own hand fem gen sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)